καλλιφράδεια

καλλιφράδεια
καλλιφράδεια και καλλιφραδία, ἡ (Α)
η καλλιέπεια*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -φράδεια (< -φραδής < φράζω «μιλώ, λέγω»), πρβλ. δυσ-φράδεια, ευ-φράδεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”